- εὐπέταλος
- εὐπέτᾰλος, -ον1 leafy δάφνας εὐπετάλου Παρθ. 2. 69.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ευπέταλος — εὐπέταλος, ον, θηλ. και εὐπετάλεια (Α) 1. (για φυτό) αυτός που έχει ωραία πέταλα, ή φύλλα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπέταλον είδος δάφνης 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὐπέταλος πολύτιμος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πέταλον (πρβλ. ελικο πέταλος, υψι πέταλος)] … Dictionary of Greek
εὐπέταλος — with beautiful leaves masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπέταλοι — εὐπέταλος with beautiful leaves masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπετάλεια — εὐπετάλεια, ἡ (Α) [ευπέταλος] βλ. ευπέταλος … Dictionary of Greek
εὐπέταλον — with beautiful leaves neut nom/voc/acc sg εὐπέταλος with beautiful leaves masc/fem acc sg εὐπέταλος with beautiful leaves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσός — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η … Dictionary of Greek
εὐπετάλοιο — εὐπέταλον with beautiful leaves neut gen sg (epic) εὐπέταλος with beautiful leaves masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπετάλοις — εὐπέταλον with beautiful leaves neut dat pl εὐπέταλος with beautiful leaves masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπετάλοισι — εὐπέταλον with beautiful leaves neut dat pl (epic ionic aeolic) εὐπέταλος with beautiful leaves masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπετάλοισιν — εὐπέταλον with beautiful leaves neut dat pl (epic ionic aeolic) εὐπέταλος with beautiful leaves masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπετάλου — εὐπέταλον with beautiful leaves neut gen sg εὐπέταλος with beautiful leaves masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)